Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ

См. также в других словарях:

  • εξάγιστος — ἐξάγιστος, ον (Α) 1. (για πρόσ. και άψυχα) επάρατος, καταραμένος, πονηρός, αχρείος («καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον», Αισχίν.) 2. (για πράγμ.) μολυσμένος, ακάθαρτος («ἀσκοὶ ἐξάγιστοι», επιγρ.) 3. αυτός που αναφέρεται στη θρησκεία («ἅ δ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»